κιθάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιθάρα οι κιθάρες
      γενική της κιθάρας των κιθαρών
    αιτιατική την κιθάρα τις κιθάρες
     κλητική κιθάρα κιθάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιθάρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιθάρα (μουσικό όργανο με σχήμα λύρας), με αλλαγή σημασίας ως σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική chitarra[1]
Μια κλασική κιθάρα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈθa.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιθάρα

Ουσιαστικό

κιθάρα θηλυκό

  • (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο, με ξύλινο ηχείο, μεγάλο βραχίονα και έξι (ή σπανιότερα, δώδεκα) χορδές, το οποίο παίζεται με τα νύχια και τα δάχτυλα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῐθάρ-α
ονομαστική κιθάρ αἱ κιθάραι
      γενική τῆς κιθάρᾱς τῶν κιθαρῶν
      δοτική τῇ κιθάρ ταῖς κιθάραις
    αιτιατική τὴν κιθάρᾱν τὰς κιθάρᾱς
     κλητική ! κιθάρ κιθάραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιθάρ
γεν-δοτ τοῖν  κιθάραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιθάρα <
πιθανόν δάνειο προελληνικής προέλευσης [1]
πιθανόν δάνειο ανατολικής προέλευσης [2]
Ο Απόλλωνας με κιθάρα.
Ερυθρόμορφο αττικό αγγείο.

Ουσιαστικό

κιθάρα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) έγχορδο όργανο μεγαλύτερο από τη λύρα
    άλλες μορφές: κίθαρις
  2. συνώνυμο του κίθαρος θώραξ

  • ιωνικός τύπος: κιθάρη

Είδη οργάνων όπως η κιθάρα

Συγγενικά

  • ἀκίθαρις
  • ἐγκιθαρίζω
  • ἐπικιθάρισμα
  • κιθαραοιδός
  • κιθάρη
  • κιθαρηφόρος
  • κιθαριζόμενον
  • κιθαρίζω
  • κιθάριον
  • κίθαρις
  • κιθάρισις
  • κιθάρισμα
  • κιθαρισμός
  • κιθαριστέον
  • κιθαριστήριος
  • κιθαριστής
  • κιθαριστική
  • κιθαριστικός
  • κιθαριστικῶς
  • κιθαρίστρια
  • κιθαριστρίς
  • κιθαριστύς
  • κίθαρος
  • κιθαρῳδέω, κιθαρῳδῶ
  • κιθαρῴδησις
  • κιθαρῳδία
  • κιθαρῳδικός
  • κιθαρῳδός
  • προκιθάρισμα
  • προσκιθαρίζω
  • ὑποκιθαρίζω
  • φιλοκιθαριστής
  • χοροκιθαρεύς
  • χοροκιθαριστής
  • χοροκιθαρίζω
  • χρυσοκίθαρις
  • ψιλοκιθαριστής

Απόγονοι

κιθάρα (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: κιθάρα
αραβικά: قِيثَارَة‎ (qīṯāra)
ισπανικά: guitarra
ιταλικά: chitarra
λατινικά: cithara
αγγλικά: cithara, cither
γερμανικά: Zither
αγγλικά: zither

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.