φόρμιγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| φορμιγγ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | φόρμιγξ | οἱ | φόρμιγγες | |
| γενική | τοῦ | φόρμιγγος | τῶν | φορμίγγων | |
| δοτική | τῷ | φόρμιγγῐ | τοῖς | φόρμιγξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | φόρμιγγᾰ | τοὺς | φόρμιγγᾰς | |
| κλητική ὦ! | φόρμιγξ | φόρμιγγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φόρμιγγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | φορμίγγοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||

Φόρμιγγα
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φόρμιγξ θηλυκό
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- φόρμιγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φόρμιγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.