κιθαρωδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κιθαρωδός | οι | κιθαρωδοί |
| γενική | του/της | κιθαρωδού | των | κιθαρωδών |
| αιτιατική | τον/την | κιθαρωδό | τους/τις | κιθαρωδούς |
| κλητική | κιθαρωδέ | κιθαρωδοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιθαρωδός< αρχαία ελληνική κῐθᾰρῳδός < κιθάρα + ἀείδω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.θa.ɾoˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐θα‐ρω‐δός
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κιθαρωδός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κιθαρωδός αρσενικό
Πηγές
- κιθαρωδός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κιθαρωδός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.