κιθαρίστα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.θaˈɾi.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιθαρίστα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιθαρίστα οι κιθαρίστες
      γενική της κιθαρίστας των κιθαριστών
    αιτιατική την κιθαρίστα τις κιθαρίστες
     κλητική κιθαρίστα κιθαρίστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κιθαρίστα < κιθαρίστ(ας) + (-ίστα)

Ουσιαστικό

κιθαρίστα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κιθαρίστας

Ετυμολογία 2

κιθαρίστα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κιθαρίστα αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.