κιθαρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιθαρισμός οι κιθαρισμοί
      γενική του κιθαρισμού των κιθαρισμών
    αιτιατική τον κιθαρισμό τους κιθαρισμούς
     κλητική κιθαρισμέ κιθαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιθαρισμός < ελληνιστική κοινή κιθαρισμός < αρχαία ελληνική κιθαρίζω < κίθαρις

Ουσιαστικό

κιθαρισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.