έγχορδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έγχορδο τα έγχορδα
      γενική του έγχορδου
& εγχόρδου
των έγχορδων
& εγχόρδων
    αιτιατική το έγχορδο τα έγχορδα
     κλητική έγχορδο έγχορδα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έγχορδο < ουσιαστικοποιημένο επίθετο έγχορδος

Ουσιαστικό

έγχορδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.