κατεχόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεχόμενος η κατεχόμενη το κατεχόμενο
      γενική του κατεχόμενου της κατεχόμενης του κατεχόμενου
    αιτιατική τον κατεχόμενο την κατεχόμενη το κατεχόμενο
     κλητική κατεχόμενε κατεχόμενη κατεχόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεχόμενοι οι κατεχόμενες τα κατεχόμενα
      γενική των κατεχόμενων των κατεχόμενων των κατεχόμενων
    αιτιατική τους κατεχόμενους τις κατεχόμενες τα κατεχόμενα
     κλητική κατεχόμενοι κατεχόμενες κατεχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.teˈxo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατεχόμενος

Μετοχή

κατεχόμενος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κατέχω, κατά και έχω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.