κατοχικός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατοχικός < κατοχ(ή) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.to.çiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατοχικός

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοχικός η κατοχική το κατοχικό
      γενική του κατοχικού της κατοχικής του κατοχικού
    αιτιατική τον κατοχικό την κατοχική το κατοχικό
     κλητική κατοχικέ κατοχική κατοχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοχικοί οι κατοχικές τα κατοχικά
      γενική των κατοχικών των κατοχικών των κατοχικών
    αιτιατική τους κατοχικούς τις κατοχικές τα κατοχικά
     κλητική κατοχικοί κατοχικές κατοχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κατοχικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την (στρατιωτική) κατοχή ενός τόπου ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ειδικότερα) που έχει σχέση με την ιταλογερμανική Κατοχή της Ελλάδας (1941-1944) ή αναφέρεται σ’ αυτή

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατοχικός οι κατοχικοί
      γενική του κατοχικού των κατοχικών
    αιτιατική τον κατοχικό τους κατοχικούς
     κλητική κατοχικέ κατοχικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κατοχικός αρσενικό (θηλυκό κατοχική)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.