κατέχομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κατέχομαι
<
κατέχω
Ρήμα
κατέχομαι
βρίσκομαι υπό την
κυριαρχία
Συγγενικά
κατέχω
κατεχόμενα
κατεχόμενος
κατέχων
κατοχή
Κατοχή
κατοχική
κατοχικός
κάτοχος
Σύνθετα
διακατέχομαι
Μεταφράσεις
κατέχομαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.