possédé

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό possédé possédés
θηλυκό possédée possédées

possédé (fr)

  1. κατεχόμενος
  2. δαιμονισμένος

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
possédé possédés

possédé (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) κατεχόμενος από κάποιο δαιμόνιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.