possédé
Γαλλικά
(fr)
Επίθετο
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
possédé
possédés
θηλυκό
possédée
possédées
possédé
(fr)
κατεχόμενος
δαιμονισμένος
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
possédé
possédés
possédé
(fr)
αρσενικό
(
θρησκεία
)
κατεχόμενος από κάποιο
δαιμόνιο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.