κάτοχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κάτοχος οι κάτοχοι
      γενική του/της κατόχου των κατόχων
    αιτιατική τον/την κάτοχο τους/τις κατόχους
     κλητική κάτοχε κάτοχοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάτοχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάτοχος (αρχαία σημασία: κατεχόμενος)

Ουσιαστικό

κάτοχος αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που κατέχει (έχει δικό του) ένα αντικείμενο
  • αυτός που κατέχει (ξέρει καλά) κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κάτοχος < κατέχω

Επίθετο

κάτοχος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.