κατέχων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατέχων | η | κατέχουσα | το | κατέχον |
| γενική | του | κατέχοντος & κατέχοντα1 |
της | κατέχουσας & κατεχούσης* |
του | κατέχοντος |
| αιτιατική | τον | κατέχοντα | την | κατέχουσα | το | κατέχον |
| κλητική | κατέχων | κατέχουσα | κατέχον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατέχοντες | οι | κατέχουσες | τα | κατέχοντα |
| γενική | των | κατεχόντων | των | κατεχουσών | των | κατεχόντων |
| αιτιατική | τους | κατέχοντες | τις | κατέχουσες | τα | κατέχοντα |
| κλητική | κατέχοντες | κατέχουσες | κατέχοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατέχων < αρχαία ελληνική κατέχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κατέχω - και (ουσιαστικοποιημένο)
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- έχοντες και κατέχοντες
- μακάριοι οι κατέχοντες
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.