ξέκαμα
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξέκαμα | τα | ξεκάματα |
| γενική | του | ξεκάματος | των | ξεκαμάτων |
| αιτιατική | το | ξέκαμα | τα | ξεκάματα |
| κλητική | ξέκαμα | ξεκάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξέκαμα < ξεκάμω
Ουσιαστικό
ξέκαμα ουδέτερο
- η αναίρεση μιας πράξης
Μεταφράσεις
ξέκαμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.