πλοκή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλοκή | οι | πλοκές |
| γενική | της | πλοκής | των | πλοκών |
| αιτιατική | την | πλοκή | τις | πλοκές |
| κλητική | πλοκή | πλοκές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλοκή < αρχαία ελληνική < πλέκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ploˈci/
Ουσιαστικό
πλοκή θηλυκό
- (λογοτεχνία) η εξέλιξη του μύθου σε ένα αφηγηματικό ή δραματικό έργο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.