αρνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρνητικός | η | αρνητική | το | αρνητικό |
| γενική | του | αρνητικού | της | αρνητικής | του | αρνητικού |
| αιτιατική | τον | αρνητικό | την | αρνητική | το | αρνητικό |
| κλητική | αρνητικέ | αρνητική | αρνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρνητικοί | οι | αρνητικές | τα | αρνητικά |
| γενική | των | αρνητικών | των | αρνητικών | των | αρνητικών |
| αιτιατική | τους | αρνητικούς | τις | αρνητικές | τα | αρνητικά |
| κλητική | αρνητικοί | αρνητικές | αρνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρνητικός < (ελληνιστική κοινή) ἀρνητικός
Επίθετο
αρνητικός
- που είναι αποφατικός, αρνείται κάτι συγκεκριμένο, δίνει αρνητική απάντηση
- Του ζήτησα δανεικά, αλλά ήταν αρνητικός
- ο αντίθετος του θετικού, όχι απαραιτήτως δυσάρεστος και κακός
- ο αντίθετος του επιθυμητού, του επιδιωκόμενου
- Η πορεία της οικονομίας ήταν αρνητική
- Το κλίμα ήταν αρνητικό
- (μαθηματικά) αριθμός μικρότερος του μηδενός
- αρνητικό ως ουσιαστικό (το αρνητικό του φιλμ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.