αυτοκαταστροφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοκαταστροφή | οι | αυτοκαταστροφές |
| γενική | της | αυτοκαταστροφής | των | αυτοκαταστροφών |
| αιτιατική | την | αυτοκαταστροφή | τις | αυτοκαταστροφές |
| κλητική | αυτοκαταστροφή | αυτοκαταστροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοκαταστροφή < αυτο- + καταστροφή
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.ka.ta.stɾoˈfi/
Μεταφράσεις
αυτοκαταστροφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.