καταστροφέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καταστροφέας οι καταστροφείς
      γενική του
του/της
καταστροφέα
καταστροφέως
των καταστροφέων
    αιτιατική τον/την καταστροφέα τους/τις καταστροφείς
     κλητική καταστροφέα καταστροφείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταστροφέας < ελληνιστική κοινή καταστροφεύς < αρχαία ελληνική καταστρέφω

Ουσιαστικό

καταστροφέας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.