εξηγήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξηγήσιμος η εξηγήσιμη το εξηγήσιμο
      γενική του εξηγήσιμου της εξηγήσιμης του εξηγήσιμου
    αιτιατική τον εξηγήσιμο την εξηγήσιμη το εξηγήσιμο
     κλητική εξηγήσιμε εξηγήσιμη εξηγήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξηγήσιμοι οι εξηγήσιμες τα εξηγήσιμα
      γενική των εξηγήσιμων των εξηγήσιμων των εξηγήσιμων
    αιτιατική τους εξηγήσιμους τις εξηγήσιμες τα εξηγήσιμα
     κλητική εξηγήσιμοι εξηγήσιμες εξηγήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξηγήσιμος < εξηγούμαι

Επίθετο

εξηγήσιμος, -η, -ο


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.