ολοκαύτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ολοκαύτωμα τα ολοκαυτώματα
      γενική του ολοκαυτώματος των ολοκαυτωμάτων
    αιτιατική το ολοκαύτωμα τα ολοκαυτώματα
     κλητική ολοκαύτωμα ολοκαυτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολοκαύτωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁλοκαύτωμα (θυσία που καίγεται ολόκληρη), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική holocauste ή αγγλική holocaust < λατινική holocaustum < ελληνιστική κοινή ὁλόκαυστος/ὁλόκαυτος [1] < ὁλοκαυτέω

Προφορά

ΔΦΑ : /o.loˈka.fto.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολοκαύτωμα

Ουσιαστικό

ολοκαύτωμα ουδέτερο

  1. κάτι που καίγεται ολοκληρωτικά
  2. (μεταφορικά) η θυσία για το κοινό καλό
  3. (ιστορία) η γενοκτονία των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
  4. (κατ’ επέκταση) φοβερή καταστροφή, μαζικοί θάνατοι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.