αντισημιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντισημιτισμός | οι | αντισημιτισμοί |
| γενική | του | αντισημιτισμού | των | αντισημιτισμών |
| αιτιατική | τον | αντισημιτισμό | τους | αντισημιτισμούς |
| κλητική | αντισημιτισμέ | αντισημιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντισημιτισμός αρσενικό
- η διατύπωση ρατσιστικών απόψεων ή ακόμα και η άσκηση βίας εναντίον ατόμων εβραϊκής καταγωγής ή θρησκεύματος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντισημιτισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.