φρικώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρικώδης | η | φρικώδης | το | φρικώδες |
| γενική | του | φρικώδους | της | φρικώδους | του | φρικώδους |
| αιτιατική | τον | φρικώδη | τη | φρικώδη | το | φρικώδες |
| κλητική | φρικώδη(ς) | φρικώδης | φρικώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρικώδεις | οι | φρικώδεις | τα | φρικώδη |
| γενική | των | φρικωδών | των | φρικωδών | των | φρικωδών |
| αιτιατική | τους | φρικώδεις | τις | φρικώδεις | τα | φρικώδη |
| κλητική | φρικώδεις | φρικώδεις | φρικώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φρικώδης < αρχαία ελληνική φρικώδης < φρίκη + -ώδης
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾiˈko.ðis/
Επίθετο
φρικώδης
- (λόγιο) φρικτός
- Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὄλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου. Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρωτας στα χιόνια)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φρίκη
Μεταφράσεις
φρικώδης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.