κατήφορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατήφορος οι κατήφοροι
      γενική του κατήφορου των κατήφορων
    αιτιατική τον κατήφορο τους κατήφορους
     κλητική κατήφορε κατήφοροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατήφορος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατήφορος < ελληνιστική κοινή κατώφορος < αρχαία ελληνική καταφερής < καταφέρω < κατά + φέρω

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈti.fo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατήφορος

Ουσιαστικό

κατήφορος αρσενικό

  1. έδαφος το οποίο έχει κλίση προς τα κάτω (από το σημείο που βρισκόμαστε)
  2. (μεταφορικά) κακή τροπή με γρήγορη επιδείνωση

Αντώνυμα

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.