κλίση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλίση | οι | κλίσεις |
| γενική | της | κλίσης* | των | κλίσεων |
| αιτιατική | την | κλίση | τις | κλίσεις |
| κλητική | κλίση | κλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλίση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλίσις (ξάπλωμα) < κλίνω
- για τη σημασία «έφεση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inclination[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkli.si/
- ομόηχα: κλήση, κλύση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλί‐ση
Ουσιαστικό
κλίση θηλυκό
- η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας
- ↪ H πλαγιά είχε μεγάλη κλίση και μας δυσκόλεψε πολύ στην ανάβαση.
- έφεση, ροπή
- ↪ Έχει κλίση στα μαθηματικά.
- (γραμματική) ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι ενός ονόματος, αντωνυμίας ή ρήματος
- (γραμματική) ομάδα ονομάτων με κοινές καταλήξεις και κοινό σχηματισμό των πτώσεων
- ↪ πρώτη κλίση
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
ιδιότητα επιπέδου
|
τάση, ροπή, έφεση
γραμματική - σχηματισμός ρηματικών τύπων
γραμματική - σχηματισμός πτώσεων
Αναφορές
- κλίση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.