κλίση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλίση οι κλίσεις
      γενική της κλίσης* των κλίσεων
    αιτιατική την κλίση τις κλίσεις
     κλητική κλίση κλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλίση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλίσις (ξάπλωμα) < κλίνω
για τη σημασία «έφεση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inclination[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkli.si/
ομόηχα: κλήση, κλύση
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλίση

Ουσιαστικό

κλίση θηλυκό

  1. η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας
    H πλαγιά είχε μεγάλη κλίση και μας δυσκόλεψε πολύ στην ανάβαση.
  2. έφεση, ροπή
    Έχει κλίση στα μαθηματικά.
  3. (γραμματική) ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι ενός ονόματος, αντωνυμίας ή ρήματος
  4. (γραμματική) ομάδα ονομάτων με κοινές καταλήξεις και κοινό σχηματισμό των πτώσεων
    πρώτη κλίση

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.