ανηφοριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανηφοριά | οι | ανηφοριές |
| γενική | της | ανηφοριάς | των | ανηφοριών |
| αιτιατική | την | ανηφοριά | τις | ανηφοριές |
| κλητική | ανηφοριά | ανηφοριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ανηφοριά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.