κατηφοριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατηφοριά | οι | κατηφοριές |
| γενική | της | κατηφοριάς | των | κατηφοριών |
| αιτιατική | την | κατηφοριά | τις | κατηφοριές |
| κλητική | κατηφοριά | κατηφοριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κατηφοριά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.