καταφερής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ κατωφερής τὸ κατωφερές οἱ, αἱ κατωφερεῖς τὰ κατωφερ
Γενική τοῦ, τῆς κατωφεροῦς τοῦ κατωφεροῦς τῶν κατωφερῶν τῶν κατωφερῶν
Δοτική τῷ, τῇ κατωφερεῖ τῷ κατωφερεῖ τοῖς, ταῖς κατωφερέσι(ν) τοῖς κατωφερέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν κατωφερ τὸ κατωφερές τοὺς, τὰς κατωφερεῖς τὰ κατωφερ
Κλητική κατωφερές κατωφερές κατωφερεῖς κατωφερ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική κατωφερεῖ
Γενική-Δοτική κατωφεροῖν

Ετυμολογία

καταφερής < καταφέρω + -ής < κατά + φέρω

Επίθετο

καταφερής

  1. κατηφορικός
  2. επικλινής
  3. που ρέπει, που έχει κλίση προς κάτι
  4. ορμητικός
  5. (μεταφορικά) ασελγής, λάγνος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.