καταφερής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ κατωφερής | τὸ κατωφερές | οἱ, αἱ κατωφερεῖς | τὰ κατωφερῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς κατωφεροῦς | τοῦ κατωφεροῦς | τῶν κατωφερῶν | τῶν κατωφερῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ κατωφερεῖ | τῷ κατωφερεῖ | τοῖς, ταῖς κατωφερέσι(ν) | τοῖς κατωφερέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν κατωφερῆ | τὸ κατωφερές | τοὺς, τὰς κατωφερεῖς | τὰ κατωφερῆ |
| Κλητική | κατωφερές | κατωφερές | κατωφερεῖς | κατωφερῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κατωφερεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | κατωφεροῖν | |||
Επίθετο
καταφερής
- κατηφορικός
- επικλινής
- που ρέπει, που έχει κλίση προς κάτι
- ορμητικός
- (μεταφορικά) ασελγής, λάγνος
Πηγές
- καταφερής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταφερής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.