επιδείνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιδείνωση | οι | επιδεινώσεις |
| γενική | της | επιδείνωσης* | των | επιδεινώσεων |
| αιτιατική | την | επιδείνωση | τις | επιδεινώσεις |
| κλητική | επιδείνωση | επιδεινώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιδεινώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιδείνωση < επιδεινώνω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επιδείνωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.