ανήφορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανήφορος | οι | ανήφοροι |
| γενική | του | ανήφορου | των | ανήφορων |
| αιτιατική | τον | ανήφορο | τους | ανήφορους |
| κλητική | ανήφορε | ανήφοροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανήφορος < μεσαιωνική ελληνική ανήφορος < (ελληνιστική κοινή) ἀνώφορος < αρχαία ελληνική ἀνωφερής
Ουσιαστικό
ανήφορος αρσενικό
- έδαφος ή δρόμος με κλίση προς τα πάνω
- (μεταφορικά) δυσκολίες
- (οικονομία) άνοδος (τιμών)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.