ανηφοροκατήφορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανηφοροκατήφορος | οι | ανηφοροκατήφοροι |
| γενική | του | ανηφοροκατήφορου | των | ανηφοροκατήφορων |
| αιτιατική | τον | ανηφοροκατήφορο | τους | ανηφοροκατήφορους |
| κλητική | ανηφοροκατήφορε | ανηφοροκατήφοροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Μεταφράσεις
ανηφοροκατήφορος
|
|
Αναφορές
- ανηφοροκατήφορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανηφοροκατήφορος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.