αντικανονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικανονικός | η | αντικανονική | το | αντικανονικό |
| γενική | του | αντικανονικού | της | αντικανονικής | του | αντικανονικού |
| αιτιατική | τον | αντικανονικό | την | αντικανονική | το | αντικανονικό |
| κλητική | αντικανονικέ | αντικανονική | αντικανονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικανονικοί | οι | αντικανονικές | τα | αντικανονικά |
| γενική | των | αντικανονικών | των | αντικανονικών | των | αντικανονικών |
| αιτιατική | τους | αντικανονικούς | τις | αντικανονικές | τα | αντικανονικά |
| κλητική | αντικανονικοί | αντικανονικές | αντικανονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντικανονικός < αντι- + κανονικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiréglementaire)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.ka.no.niˈkos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.