φυσιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυσιολογικός | η | φυσιολογική | το | φυσιολογικό |
| γενική | του | φυσιολογικού | της | φυσιολογικής | του | φυσιολογικού |
| αιτιατική | τον | φυσιολογικό | τη | φυσιολογική | το | φυσιολογικό |
| κλητική | φυσιολογικέ | φυσιολογική | φυσιολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυσιολογικοί | οι | φυσιολογικές | τα | φυσιολογικά |
| γενική | των | φυσιολογικών | των | φυσιολογικών | των | φυσιολογικών |
| αιτιατική | τους | φυσιολογικούς | τις | φυσιολογικές | τα | φυσιολογικά |
| κλητική | φυσιολογικοί | φυσιολογικές | φυσιολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυσιολογικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.si.o.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σι‐ο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
φυσιολογικός, ή, ό
- που ακολουθεί αυτό που συμβαίνει συνήθως στη φύση
- που αναφέρεται στην ομαλή λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού που δεν νοσεί
- ↪ η φυσιολογική θερμοκρασία για έναν άνθρωπο είναι γύρω στους 36,5 βαθμούς
- που υπάρχει, που συμβαίνει ή εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, σύμφωνα με τη φύση και τους κανόνες της, ομαλός
- αναμενόμενος, λογικός
- ↪ δεν είναι φυσιολογικό που έχει αργήσει τόσο πολύ
- σχετικός με τον ιατρικό κλάδο της φυσιολογίας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
που συμβαίνει στη φύση
σχετικός με την φυσιολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.