ιδιόμορφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιόμορφος | η | ιδιόμορφη | το | ιδιόμορφο |
| γενική | του | ιδιόμορφου | της | ιδιόμορφης | του | ιδιόμορφου |
| αιτιατική | τον | ιδιόμορφο | την | ιδιόμορφη | το | ιδιόμορφο |
| κλητική | ιδιόμορφε | ιδιόμορφη | ιδιόμορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιόμορφοι | οι | ιδιόμορφες | τα | ιδιόμορφα |
| γενική | των | ιδιόμορφων | των | ιδιόμορφων | των | ιδιόμορφων |
| αιτιατική | τους | ιδιόμορφους | τις | ιδιόμορφες | τα | ιδιόμορφα |
| κλητική | ιδιόμορφοι | ιδιόμορφες | ιδιόμορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδιόμορφος < (ελληνιστική κοινή) ἰδιόμορφος < ἴδιος + μορφή
Επίθετο
ιδιόμορφος, -η, -ο
- που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ώστε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μέλη της κατηγορίας όπου ανήκει
- ιδιόμορφος άνθρωπος, ιδιόμορφη συμπεριφορά, ιδιόμορφο χτένισμα
Μεταφράσεις
ιδιόμορφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.