αφύσικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφύσικος η αφύσικη το αφύσικο
      γενική του αφύσικου της αφύσικης του αφύσικου
    αιτιατική τον αφύσικο την αφύσικη το αφύσικο
     κλητική αφύσικε αφύσικη αφύσικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφύσικοι οι αφύσικες τα αφύσικα
      γενική των αφύσικων των αφύσικων των αφύσικων
    αιτιατική τους αφύσικους τις αφύσικες τα αφύσικα
     κλητική αφύσικοι αφύσικες αφύσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφύσικος < αρχαία ελληνική ἀφύσικος < ἀ- + φυσικός < φύσις < φύω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfi.si.kos/

Επίθετο

αφύσικος, -η, -ο

  1. που δεν είναι συμβατός ή είναι αντίθετος με τους φυσικούς νόμους
  2. που δεν είναι συμβατός ή είναι αντίθετος με τους κοινωνικούς ή άλλους νόμους

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.