normal
Αγγλικά (en)
Επίθετο
normal (en)
- κανονικός, τυπικός, συνηθισμένος, νορμάλ· αυτό που θα περίμενα
- φυσιολογικός, υγιής
- φυσιολογικός, ομαλός, σύμφωνος με τις κοινωνικές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό ή ομαλό
Πολυλεκτικοί όροι
- Normal School: σχολή που εκπαιδεύει δασκάλους, διδασκαλείο
Συγγενικά
Σύνθετα
Γαλλικά (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | normal | normaux |
| θηλυκό | normale | normales |
Προφορά
- ⓘ
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.