normalny

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /nɔrˈmalnɨ/

Επίθετο

normalny (pl)

  1. κανονικός
  2. (ειδικότερα) τυπικός, μέσα στα πλαίσια του νόμου ή των κανόνων
     συνώνυμα: typowy
  3. (ειδικότερα) ψυχικά υγιής
  4. (ειδικότερα) (για εισιτήριο, θέση κλπ) κανονικός, απλός, ολόκληρος

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.