καμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καμωμένος | η | καμωμένη | το | καμωμένο |
| γενική | του | καμωμένου | της | καμωμένης | του | καμωμένου |
| αιτιατική | τον | καμωμένο | την | καμωμένη | το | καμωμένο |
| κλητική | καμωμένε | καμωμένη | καμωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καμωμένοι | οι | καμωμένες | τα | καμωμένα |
| γενική | των | καμωμένων | των | καμωμένων | των | καμωμένων |
| αιτιατική | τους | καμωμένους | τις | καμωμένες | τα | καμωμένα |
| κλητική | καμωμένοι | καμωμένες | καμωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κάνω και κάμνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.moˈme.nos/
Συνώνυμα
- φτιαγμένος
- καμωτός (δημοτική)
- γεναμένος (ποίηση, σπάνιο)
Αντώνυμα
Σύνθετα
- καλοκαμωμένος
- κακοκαμωμένος
- λεπτοκαμωμένος
- μεγαλοκαμωμένος
- μικροκαμωμένος
- ομορφοκαμωμένος
- χοντροκαμωμένος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κάμνω
Μετοχή
καμωμένος αρσενικό, καμωμένη θηλυκό, καμωμένον ουδέτερο
- φτιαγμένος
- που έχει γίνει, έχει συμβεί
- ≠ αντώνυμα: ἀκάμωτος
Σύνθετα
- εἰδωλοκαμωμένος
- εὐμορφοκαμωμένος, ἐμορφοκαμωμένος, μορφοκαμωμένος, ὀμορφοκαμωμένος
- λιθοκαμωμένος
- παμφυλλοκαμωμένος, παφυλλοκαμωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.