φτιαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτιαγμένος | η | φτιαγμένη | το | φτιαγμένο |
| γενική | του | φτιαγμένου | της | φτιαγμένης | του | φτιαγμένου |
| αιτιατική | τον | φτιαγμένο | τη | φτιαγμένη | το | φτιαγμένο |
| κλητική | φτιαγμένε | φτιαγμένη | φτιαγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτιαγμένοι | οι | φτιαγμένες | τα | φτιαγμένα |
| γενική | των | φτιαγμένων | των | φτιαγμένων | των | φτιαγμένων |
| αιτιατική | τους | φτιαγμένους | τις | φτιαγμένες | τα | φτιαγμένα |
| κλητική | φτιαγμένοι | φτιαγμένες | φτιαγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φτιαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φτιάχνω
Μετοχή
φτιαγμένος, -η, -ο
- που έχει προετοιμαστεί, που έχει γίνει
- που έχει επισκευαστεί
- που έχει πάρει δόση ναρκωτικών
- που έχει αποκτήσει περιουσία, έχει φτιάξει περιουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.