καλοκαμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοκαμωμένος | η | καλοκαμωμένη | το | καλοκαμωμένο |
| γενική | του | καλοκαμωμένου | της | καλοκαμωμένης | του | καλοκαμωμένου |
| αιτιατική | τον | καλοκαμωμένο | την | καλοκαμωμένη | το | καλοκαμωμένο |
| κλητική | καλοκαμωμένε | καλοκαμωμένη | καλοκαμωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοκαμωμένοι | οι | καλοκαμωμένες | τα | καλοκαμωμένα |
| γενική | των | καλοκαμωμένων | των | καλοκαμωμένων | των | καλοκαμωμένων |
| αιτιατική | τους | καλοκαμωμένους | τις | καλοκαμωμένες | τα | καλοκαμωμένα |
| κλητική | καλοκαμωμένοι | καλοκαμωμένες | καλοκαμωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lo.ka.moˈme.nos/
Μετοχή
καλοκαμωμένος αρσενικό (καλοκαμωμένη θηλυκό, κακολαμωμένο ουδέτερο)
- που είναι ωραία, όμορφα ή καλά φτιαγμένος
- (για έμψυχα) όμορφος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καλοκαμωμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.