καμωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καμωτός | η | καμωτή | το | καμωτό |
| γενική | του | καμωτού | της | καμωτής | του | καμωτού |
| αιτιατική | τον | καμωτό | την | καμωτή | το | καμωτό |
| κλητική | καμωτέ | καμωτή | καμωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καμωτοί | οι | καμωτές | τα | καμωτά |
| γενική | των | καμωτών | των | καμωτών | των | καμωτών |
| αιτιατική | τους | καμωτούς | τις | καμωτές | τα | καμωτά |
| κλητική | καμωτοί | καμωτές | καμωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καμωτός < καμω-μένος (κάμνω) + -τός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.moˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μω‐τός
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κάμωτος στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά:
- αγγελοκάμωτος
- ακάμωτος
- δυσκολοκάμωτος
- ευκολοκάμωτα (επίρρημα)
- ευκολοκάμωτος
- θεοκάμωτος
- καλαμοκάμωτος
- καλοκάμωτος
- στραβοκάμωτος
- ψιλοκάμωτος
- λήγουν σε -κάμωτος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
καμωτός
|
Πηγές
- καμωτός σελ.3607 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.