καμωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμωτός η καμωτή το καμωτό
      γενική του καμωτού της καμωτής του καμωτού
    αιτιατική τον καμωτό την καμωτή το καμωτό
     κλητική καμωτέ καμωτή καμωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμωτοί οι καμωτές τα καμωτά
      γενική των καμωτών των καμωτών των καμωτών
    αιτιατική τους καμωτούς τις καμωτές τα καμωτά
     κλητική καμωτοί καμωτές καμωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καμωτός < καμω-μένος (κάμνω) + -τός

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.moˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμωτός

Επίθετο

καμωτός, -ή, -ό (δημοτική)

  1. φτιαγμένος, καμωμένος
  2. χειροποίητος, όχι φυσικός

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κάμωτος στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά:

  • αγγελοκάμωτος
  • ακάμωτος
  • δυσκολοκάμωτος
  • ευκολοκάμωτα (επίρρημα)
  • ευκολοκάμωτος
  • θεοκάμωτος
  • καλαμοκάμωτος
  • καλοκάμωτος
  • στραβοκάμωτος
  • ψιλοκάμωτος

  • για σύνθετα του μεσαιωνικού *καμωτός:  δείτε καμώνω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.