μεγαλοκαμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεγαλοκαμωμένος | η | μεγαλοκαμωμένη | το | μεγαλοκαμωμένο |
| γενική | του | μεγαλοκαμωμένου | της | μεγαλοκαμωμένης | του | μεγαλοκαμωμένου |
| αιτιατική | τον | μεγαλοκαμωμένο | τη | μεγαλοκαμωμένη | το | μεγαλοκαμωμένο |
| κλητική | μεγαλοκαμωμένε | μεγαλοκαμωμένη | μεγαλοκαμωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεγαλοκαμωμένοι | οι | μεγαλοκαμωμένες | τα | μεγαλοκαμωμένα |
| γενική | των | μεγαλοκαμωμένων | των | μεγαλοκαμωμένων | των | μεγαλοκαμωμένων |
| αιτιατική | τους | μεγαλοκαμωμένους | τις | μεγαλοκαμωμένες | τα | μεγαλοκαμωμένα |
| κλητική | μεγαλοκαμωμένοι | μεγαλοκαμωμένες | μεγαλοκαμωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μετοχή
μεγαλοκαμωμένος, -η, -ο
- (για σώμα, σπάνιο) που είναι μεγάλων διαστάσεων
- ※ Ένας άλλος, ο πατήρ Θεοφάνης, μεγαλοκαμωμένος και επιβλητικός σαν προφήτης, με πυκνή, άσπρη γενειάδα που του σκέπαζε το στήθος (Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και Οδοιπόροι)
Αντώνυμα
- μικροκαμωμένος (πιο συνηθισμένο)
Μεταφράσεις
μεγαλοκαμωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.