κάμωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάμωμα τα καμώματα
      γενική του καμώματος των καμωμάτων
    αιτιατική το κάμωμα τα καμώματα
     κλητική κάμωμα καμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάμωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμωμα < καμώ(νω) + -μα < κάμνω < αρχαία ελληνική κάμνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.mo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάμωμα

Ουσιαστικό

κάμωμα ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό καμώματα

  1. παράξενη έως και ενοχλητική συμπεριφορά
     συνώνυμα: κατορθώματα (σε ειρωνικό ύφος)
  2. νάζι, νάζια
    1. τσαχπίνικη γυναικεία συμπεριφορά με σκοπό την (ερωτική) έλξη
       συνώνυμα: ερωτοτροπίες, νάζια, πείσματα, σκέρτσα
    2. παιχνιδιάρικη συμπεριφορά παιδιού, μωρού ή ζώου

Παροιμίες

  • της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη καμώνομαι

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)


ζητούμενο λήμμα

  1. (για καρπούς) γίνωμα, ωρίμαση, ωρίμασμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.