ακάμωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακάμωτος | η | ακάμωτη | το | ακάμωτο |
| γενική | του | ακάμωτου | της | ακάμωτης | του | ακάμωτου |
| αιτιατική | τον | ακάμωτο | την | ακάμωτη | το | ακάμωτο |
| κλητική | ακάμωτε | ακάμωτη | ακάμωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακάμωτοι | οι | ακάμωτες | τα | ακάμωτα |
| γενική | των | ακάμωτων | των | ακάμωτων | των | ακάμωτων |
| αιτιατική | τους | ακάμωτους | τις | ακάμωτες | τα | ακάμωτα |
| κλητική | ακάμωτοι | ακάμωτες | ακάμωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακάμωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀκάμωτος < α στερητικό + κάμνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.