κιτρινιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κιτρινιάρης | η | κιτρινιάρα | το | κιτρινιάρικο |
| γενική | του | κιτρινιάρη | της | κιτρινιάρας | του | κιτρινιάρικου |
| αιτιατική | τον | κιτρινιάρη | την | κιτρινιάρα | το | κιτρινιάρικο |
| κλητική | κιτρινιάρη | κιτρινιάρα | κιτρινιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κιτρινιάρηδες | οι | κιτρινιάρες | τα | κιτρινιάρικα |
| γενική | των | κιτρινιάρηδων | — | των | κιτρινιάρικων | |
| αιτιατική | τους | κιτρινιάρηδες | τις | κιτρινιάρες | τα | κιτρινιάρικα |
| κλητική | κιτρινιάρηδες | κιτρινιάρες | κιτρινιάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κιτρινιάρης
- που έχει κίτρινο και αρρωστημένο χρώμα δέρματος
- μειωτικός χαρακτηρισμός για τους Ασιάτες
Μεταφράσεις
κιτρινιάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.