ωχρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωχρός η ωχρή
& ωχρά
το ωχρό
      γενική του ωχρού της ωχρής
& ωχράς
του ωχρού
    αιτιατική τον ωχρό την ωχρή
& ωχρά
το ωχρό
     κλητική ωχρέ ωχρή
& ωχρά
ωχρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωχροί οι ωχρές τα ωχρά
      γενική των ωχρών των ωχρών των ωχρών
    αιτιατική τους ωχρούς τις ωχρές τα ωχρά
     κλητική ωχροί ωχρές ωχρά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ωχρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠχρός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pâle[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈxɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωχρός

Επίθετο

ωχρός, -ή/-ά, ό

  1. που έχει το συνήθως κιτρινωπό χρώμα της ώχρας
     συνώνυμα: υποκίτρινος
  2. (για ανθρώπους) ο χλωμός
     συνώνυμα: πελιδνός
  3. (συνεκδοχικά, μεταφορικά) ο ασαφής, ο αμυδρός, ο άτονος, ο αβέβαιος
    η ωχρά κηλίδα είναι τμήμα του ματιού, στον αμφιβληστροειδή

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.