κιτρινόφαιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κιτρινόφαιος | η | κιτρινόφαιη | το | κιτρινόφαιο |
| γενική | του | κιτρινόφαιου | της | κιτρινόφαιης | του | κιτρινόφαιου |
| αιτιατική | τον | κιτρινόφαιο | την | κιτρινόφαιη | το | κιτρινόφαιο |
| κλητική | κιτρινόφαιε | κιτρινόφαιη | κιτρινόφαιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κιτρινόφαιοι | οι | κιτρινόφαιες | τα | κιτρινόφαια |
| γενική | των | κιτρινόφαιων | των | κιτρινόφαιων | των | κιτρινόφαιων |
| αιτιατική | τους | κιτρινόφαιους | τις | κιτρινόφαιες | τα | κιτρινόφαια |
| κλητική | κιτρινόφαιοι | κιτρινόφαιες | κιτρινόφαια | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κιτρινόφαιος, -η, -ο
- άλλη μορφή του φαιοκίτρινος
κιτρινόφαιος (χρώμα): - Στον μακεδονικό τάφο της Καρίτσας, κοντά στο Δίον, το δάπεδο του μονοθαλάμου τάφου είναι στρωμένο με ψηφιδωτό από κιτρινόφαια βότσαλα. (*)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κιτρινόφαιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.