κιτρινοπράσινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κιτρινοπράσινος | η | κιτρινοπράσινη | το | κιτρινοπράσινο |
| γενική | του | κιτρινοπράσινου | της | κιτρινοπράσινης | του | κιτρινοπράσινου |
| αιτιατική | τον | κιτρινοπράσινο | την | κιτρινοπράσινη | το | κιτρινοπράσινο |
| κλητική | κιτρινοπράσινε | κιτρινοπράσινη | κιτρινοπράσινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κιτρινοπράσινοι | οι | κιτρινοπράσινες | τα | κιτρινοπράσινα |
| γενική | των | κιτρινοπράσινων | των | κιτρινοπράσινων | των | κιτρινοπράσινων |
| αιτιατική | τους | κιτρινοπράσινους | τις | κιτρινοπράσινες | τα | κιτρινοπράσινα |
| κλητική | κιτρινοπράσινοι | κιτρινοπράσινες | κιτρινοπράσινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κιτρινοπράσινος, -η, -ο
- που είναι ανάμεσα στο κίτρινο και στο πράσινο, ή μια ανάμειξη των δυο
κιτρινοπράσινος (χρώμα):
- (ουσιαστικοποιημένο) κιτρινοπράσινο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.