φαιοκίτρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαιοκίτρινος | η | φαιοκίτρινη | το | φαιοκίτρινο |
| γενική | του | φαιοκίτρινου | της | φαιοκίτρινης | του | φαιοκίτρινου |
| αιτιατική | τον | φαιοκίτρινο | τη | φαιοκίτρινη | το | φαιοκίτρινο |
| κλητική | φαιοκίτρινε | φαιοκίτρινη | φαιοκίτρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαιοκίτρινοι | οι | φαιοκίτρινες | τα | φαιοκίτρινα |
| γενική | των | φαιοκίτρινων | των | φαιοκίτρινων | των | φαιοκίτρινων |
| αιτιατική | τους | φαιοκίτρινους | τις | φαιοκίτρινες | τα | φαιοκίτρινα |
| κλητική | φαιοκίτρινοι | φαιοκίτρινες | φαιοκίτρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φαιοκίτρινος, -η, -ο
- που έχει χρώμα με αποχρώσεις ανάμεσα στο φαιό και το κίτρινο
φαιοκίτρινος (χρώμα):
Συνώνυμα
- γκριζοκίτρινος
- κιτρινόφαιος
- πυρόξανθος
- σταχτοκίτρινος
- ωχρόφαιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.