φαιοκίτρινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαιοκίτρινος η φαιοκίτρινη το φαιοκίτρινο
      γενική του φαιοκίτρινου της φαιοκίτρινης του φαιοκίτρινου
    αιτιατική τον φαιοκίτρινο τη φαιοκίτρινη το φαιοκίτρινο
     κλητική φαιοκίτρινε φαιοκίτρινη φαιοκίτρινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαιοκίτρινοι οι φαιοκίτρινες τα φαιοκίτρινα
      γενική των φαιοκίτρινων των φαιοκίτρινων των φαιοκίτρινων
    αιτιατική τους φαιοκίτρινους τις φαιοκίτρινες τα φαιοκίτρινα
     κλητική φαιοκίτρινοι φαιοκίτρινες φαιοκίτρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαιοκίτρινος < φαιός + -ο- + κίτρινος

Επίθετο

φαιοκίτρινος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.