κατακίτρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατακίτρινος | η | κατακίτρινη | το | κατακίτρινο |
| γενική | του | κατακίτρινου | της | κατακίτρινης | του | κατακίτρινου |
| αιτιατική | τον | κατακίτρινο | την | κατακίτρινη | το | κατακίτρινο |
| κλητική | κατακίτρινε | κατακίτρινη | κατακίτρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατακίτρινοι | οι | κατακίτρινες | τα | κατακίτρινα |
| γενική | των | κατακίτρινων | των | κατακίτρινων | των | κατακίτρινων |
| αιτιατική | τους | κατακίτρινους | τις | κατακίτρινες | τα | κατακίτρινα |
| κλητική | κατακίτρινοι | κατακίτρινες | κατακίτρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈci.tɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κί‐τρι‐νος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.