κιτρινόριζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κιτρινόριζα | οι | κιτρινόριζες |
| γενική | της | κιτρινόριζας | των | κιτρινοριζών |
| αιτιατική | την | κιτρινόριζα | τις | κιτρινόριζες |
| κλητική | κιτρινόριζα | κιτρινόριζες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κιτρινόριζα
|
→ δείτε τη λέξη κουρκουμάς |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.