πρωτοβουλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρωτοβουλία | οι | πρωτοβουλίες |
| γενική | της | πρωτοβουλίας | των | πρωτοβουλιών |
| αιτιατική | την | πρωτοβουλία | τις | πρωτοβουλίες |
| κλητική | πρωτοβουλία | πρωτοβουλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρωτοβουλία θηλυκό
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- ιδιωτική πρωτοβουλία: οι ενέργειες των ιδιωτών στο χώρο της οικονομίας
Μεταφράσεις
πρωτοβουλία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.